βαρύς — heavy in weight masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
βαρέα — βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρέᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτάτων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτάτως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτέρων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτέρως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτατον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτερον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)